Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Αποδημία...



Σιγή. 

Κράτα την ανάσα σου, 

Μη τυχόν και ταράξεις το παιδικό μου βλέμμα 

Το ιπτάμενο πάνω από θάλασσες μνήμης, 

Καθώς θα σαρώνει τον αθέατο κόσμο 

Μιας αθώας ευτυχίας. 


Σαν γλάρος που κρώζει μοναξιά 

Σφιχτά θα κρατώ στα χέρια μου το χθες. 

Και πάνω από θάλασσες νοσταλγίας, 

Ατέλειωτες μαύρες θάλασσες, 

Σε αφήνω θριαμβευτικά στο κενό 

Της αδιάσπαστης σιωπής σου. 



Σαν χελιδόνι που ήρθε φθινόπωρο, 

Κοιτάω κόσμους που δε γνώρισα 

Και που δε με γνώρισαν. 

Και στη μέθεξη ενός χρυσού ήλιου, 

Θα ρωτώ το σύννεφο της ζωής μου 

Πόσο όμορφα θα ήταν 

Να έβρεχε σιωπές κάθε που δάκρυζα, 

Για τα λόγια που άφησα πίσω. 



Σαν κύκνος πληγωμένος 

Στρέφομαι προς τον ουρανό της θλίψης μου, 

Εκλιπαρώντας για μια βροχή 

Ζωογόνα και καθάρια, 

Που θα ξεπλύνει ότι απέμεινε 

Από δυο πεισμωμένα φτερά, 

Και κοιτώντας τα του λέω με θράσος: 

Εϊ Ουρανέ! Σαν πουλί ήρθα. Σαν πουλί φεύγω. 


Σιγή. 

Κράτα την ανάσα σου 

Μη τυχόν και γυρίσω πίσω.


(Δ.Κ.)


Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Αερογέφυρες (Κική Δημουλά)


Χάθηκες
ποῦ στριφογυρνᾶς.

Πέρνα καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν ὕπνο μου
συνήθως εἶμαι ἐκεῖ
ἐκτὸς ἂν κλαίει τὸ φεγγάρι
ὁπότε βγαίνω στὸ μπαλκόνι
τὸ διότι νὰ ρωτήσω τὶ συμβαίνει.

Πέρνα καμιὰ φορά.
Μπὲς ἀπ᾿ τὸ πλάι στάσου
κάτω ἀπὸ τὸ γεφυράκι τῆς παλάμης μου
ἀπ᾿ ὅπου ἥσυχα κυλάω.
Ἐκτός ἂν ἔχει ὁλότελα μαυρίσει τὸ νερὸ
ἂν ψόφησαν κι οἱ πέτρες
ἂν ἔχει μολυνθεῖ καὶ ὁ βυθὸς
ὁπότε θὰ μὲ βρεῖς
στοῦ σεντονιοῦ τὶς ὄχθες.

Μὴ φοβᾶσαι.
Πάρε μαζὶ σου ἂν θὲς γιὰ σιγουριὰ
καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίξω διόλου
ἀνανέωσε καὶ τὴ ληγμένη ἄδεια
νὰ σὲ κοιτῶ

καὶ σοῦ ὑπόσχομαι
ἐγκαίρως νὰ ξυπνήσω
ὥστε νὰ μὴ σὲ πάρει εἴδηση
ὁ ὕπνος σου ὅτι λείπεις.

Κική Δημουλά
Αερογέφυρες
"Χλόη Θερμοκηπίου"
εκδόσεις Ίκαρος, 2005



αφιερωμένο σε μια ονειροπόλα ψυχή...

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Α.Παπαδάκη "Βαρκάρισσα της Χίμαιρας"



«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»

«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»

«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που  θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»

«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»

«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»

«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»

«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...

Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω ...;
Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»

«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»

"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»

«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»

«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»

«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»

Αλκυόνη Παπαδάκη
Βαρκάρισσα της Χίμαιρας